- δαιμονομανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που έχει εμμονές ότι τον κατέχουν δαίμονες.2. αυτός που είναι δοσμένος στη λατρεία των δαιμόνων.3. αυτός που ασχολείται με ζήλο με τις έρευνες τις σχετικές με τους δαίμονες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.